τραπεζευς

τραπεζευς
    τραπεζεύς
    τρᾰπεζεύς
    I
    -έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т.е. домашний
    

(κύνες Hom.)

    II
    -έως ὅ прихлебатель, парасит Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τραπεζευς" в других словарях:

  • Τραπεζεύς — at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζεύς — at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζεύς — έως, ὁ, Α 1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.) 2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος 3. αυτός που ζει εις βάρος… …   Dictionary of Greek

  • Τραπεζεῖς — Τραπεζεύς at masc acc pl Τραπεζεύς at masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζεῖς — τραπεζεύς at masc acc pl τραπεζεύς at masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζέων — Τραπεζεύς at masc gen pl Τραπεζέω̆ν , Τραπεζεύς at masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζῆας — Τραπεζεύς at masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῆας — τραπεζεύς at masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζῆες — Τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζῆες — τραπεζεύς at masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τραπεζήεσσι — Τραπεζεύς at masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»